-
1 χητει
стяж. χήτει [dat. к * τὸ χῆτος недостаток, отсутствие] praep. cum gen. за недостатком, при отсутствии(χ. τοιοῦδ΄ ἀνδρός Hom.)
χ. λαῶν HH. — за отсутствием людей;χ. οἰκείων (sc. κόσμων) Plat. — за отсутствием собственных красот -
2 χῆτος
χῆτ-ος, τό (only used in dat.),A want, lack, c. gen. pers., χήτεϊ τοιοῦδ' ἀνδρός from need of such a man, Il.6.463;χήτεϊ τοιοῦδ' υἷος 19.324
;χήτει ἐνευναίων Od.16.35
;χήτεϊ λαῶν h.Ap. 78
;χήτεϊ συμμάχων Hdt.9.11
;χήτει πρίνης Eup.360
;χήτει οἰκείων Pl.Phdr. 239d
(referred to χῆτις by Tim.Lex.);χ. γνησίου κάλλους Ph.2.266
;ὀστῶν χ. Poll.2.166
; χ. [ κόσμου], παραδείγματος, Them. Or.24.306b, 4.62d;χ. χαλινοῦ καὶ ἡνιόχου Jul.Or.2.50b
;χήτεϊ.. νοήματος Orph.L.76
. (Cogn. with χῆρος.) -
3 χῆτις
χῆτις, ἡ, Tim. lex. Plat., od. χῆτος, εος, τό, Mangel, Bedürfniß (es scheint übh. nur der dat. vorzukommen, außer bei den Gramm.); χήτεϊ τοιοῦδ' ἀνδρός, aus Mangel od. Entbehrung eines solchen Mannes, Il. 6, 463, wie χήτεϊ τοιοῠδ' υἷος 19, 324; χήτει ἐνευναίων Od. 16, 35; χήτεϊ λαῶν H. h. Apoll. 78; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 887; χήτεϊ συμμάχων Her. 9, 11; ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ κόσμοις χήτεϊ οἰκείων κοσμούμενον Plat. Phaedr. 239 d; öfter bei Sp., s. Ruhnk. zu Tim. p. 275.
См. также в других словарях:
χήτις — ήτεως, ἡ, Α (μόνο στην δοτ. χήτει και ιων. τ. χήτι) έλλειψη, ένδεια, στέρηση («ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ σχήμασιν χήτει οἰκείων κοσμούμενον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. ο οποίος ανάγεται στο ρ. χατέω, εμφανίζει, όμως, μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν… … Dictionary of Greek